- εξαχνώνω
- και εξαχνώ, -όωυποβάλλω σε εξάχνωση, εξαχνίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < εκ + άχνη. Η λ. εξαχνώ μαρτυρείται από το 1887 στον Κ. Χρηστομάνο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξαχνώνω — εξάχνωσα, εξαχνώθηκα, εξαχνωμένος, και (ε)ξαχνίζω μτβ. 1. υποβάλλω σε εξάχνωση (βλ. λ.). 2. αποχωρίζω την άχνη (βλ. λ.) από κάποιο σώμα. 3. φυσώ τους αχνούς (ατμούς) ζεστού ποτού ή φαγητού για να το κρυώσω. 4. γιαχνίζω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξάχνωση — Η άμεση μετάβαση μιας ουσίας από τη στερεά κατάσταση στην αέρια. Η ε. είναι χαρακτηριστική για μερικές στερεές ουσίες, όπως η καμφορά, η ναφθαλίνη, το θείο, το ιώδιο. Αντίθετα, όταν οι ατμοί αυτών των ουσιών έρθουν σε επαφή με ψυχρά τοιχώματα,… … Dictionary of Greek
(ε)ξαχνίζω — εξάχνισα, εξαχνίστηκα, εξαχνισμένος, βλ. εξαχνώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)